- καθυπισχνούμαι
- καθυπισχνοῡμαι, -έομαι (AM)(επιτατ. τού υπισχνούμαι)1. υπόσχομαι («τοὺς δικαστὰς τοῑς ἀνοήτοις καθυπισχνούμενος», Λουκιαν.)2. (κατά τον Ησύχ.) «καθυπισχνεῑτοὡμολογεῑτο».[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὑπ-ισχνοῡμαι «υπόσχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.